αδρόνια

αδρόνια
Ομάδα στοιχειωδών σωματίων που αντιλαμβάνονται τις ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις και συμμετέχουν στις έντονες αλληλεπιδράσεις. Όλα τα στοιχειώδη σωμάτια, εκτός από τα λεπτόνια και το φωτόνιο, είναι α. Υπάρχουν δύο κατηγορίες α., τα μεσόνια, δηλαδή το πιόνιο (π+, π-, π°), το καόνιο (K+, Κ°), τα σωμάτια ήτα και ωμέγα (η-, ω-, η°) και τα βαρυόνια, δηλαδή τα νουκλεόνια (πρωτόνιο και νετρόνιο) και τα υπερόνια (Λ°, Σ+, Σ-, Σ°, Ξ°, Ξ-, Ω-). Εκτός, όμως, από τα σωμάτια αυτά, ανακαλύφθηκαν και δεκάδες άλλα σωμάτια, που αλληλεπιδρούν ισχυρά, έχουν ελάχιστο χρόνο ζωής και ονομάζονται συντονισμοί. Χαρακτηριστικό των α., εκτός από τη μεγάλη αφθονία τους, είναι ότι υπακούουν σε ένα ειδικό σύνολο νόμων διατήρησης που περιορίζουν τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις. Τα α. μπορούν να αλληλεπιδράσουν, επίσης, ασθενικά ή ηλεκτρομαγνητικά και μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις έχουν την ελευθερία να παραβούν τους ειδικούς νόμους διατήρησης.
* * *
τα (Φυσ.)
τα υποατομικά σωμάτια που αλληλεπιδρούν με ισχυρή αλληλεπίδραση (πυρηνική δύναμη μικρής εμβέλειας που συνδέει τα πρωτόνια και τα νετρόνια στον ατομικό πυρήνα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραδοξότητα — παραδοξότης, ητος, ἡ, ΝΑ [παράδοξος] το να είναι κάτι παράδοξο, παράξενο, αλλόκοτο νεοελλ. φυσ. ιδιότητα η οποία χαρακτηρίζει τα αδρόνια …   Dictionary of Greek

  • συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • Γκελ-Μαν, Μάρεϊ — (Murray Gell Mann, Νέα Υόρκη 1929 –).Αμερικανός θεωρητικός φυσικός. Γιος Αυστριακού μετανάστη, εισήχθη στο πανεπιστήμιοΓέιλ το 1944. Όταν αποφοίτησε (1948), συνέχισε τις σπουδές του στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, απ’ όπου έλαβε το… …   Dictionary of Greek

  • Γκλάσοου, Σέλντον Λι — (Sheldon Lee Glashow, Μανχάταν 1932 –). Αμερικανός φυσικός, ρωσοεβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ. Η διδακτορική διατριβή του είχε τον τίτλο Η τροχιά του μεσονίου στις… …   Dictionary of Greek

  • κουάρκ — Στοιχειώδες σωματίδιο. Θεωρητικά, αποτελεί (μαζί με τα λεπτόνια) το δομικό υλικό όλων των κύριων συστατικών του ατόμου (θεμελιώδη φερμιόνια). Η επιστημονική προσέγγιση του προβλήματος των κ. απασχολεί τους φυσικούς υψηλών ενεργειών εδώ και τρεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”